- σκιαδικός
- -ή, -ό, Νστον πληθ. τα σκιαδικάαντιδυναστικές εκδηλώσεις που έγιναν στην Αθήνα τον Μάιο 1859 από την αντιβασιλική φοιτητική νεολαία, τη λεγόμενη χρυσή νεολαία, εκδηλώσεις που άρχισαν με μεγάλη συγκέντρωση στο Πεδίο τού Άρεως τών αντιβασιλικών φοιτητών, οι οποίοι φορούσαν εγχώρια πλατύγυρα καπέλα —σκιάδια— σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τις εισαγωγές τέτοιων καπέλων από το εξωτερικό, συνεχίστηκαν με διαδηλώσεις και συγκρούσεις, ύστερα από την επέμβαση τής αστυνομίας και τού στρατού, και έληξαν μετά από την απόλυση τών συλληφθέντων φοιτητών και την παραίτηση τού διευθυντή τής αστυνομίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκιάδιον «είδος καπέλου». Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.